- συρματόπλεκτος
- ος , ον сделанный из плетёной проволоки; оплетённый, опутанный проволокой;
συρματόπλεκτα φράγματα — проволочное заграждение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συρματόπλεκτα φράγματα — проволочное заграждение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συρματόπλεκτος — η, ο, Ν κατασκευασμένος από πλεκτό σύρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα, ατος + πλεκτός. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στο Ημερολόγιο Εστίας] … Dictionary of Greek
συρματόπλεκτος — η, ο κατασκευασμένος από πλεκτό σύρμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)